Η Ευρώπη, εν μέσω πρωτόγνωρης ενεργειακής κρίσης, αποφασίζει σταδιακή ενεργειακή αυτονομία, επενδύοντας στις ΑΠΕ.

Τους τελευταίους μήνες, ολόκληρη η Ευρώπη βιώνει μία άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τα νοικοκυριά, τις βιομηχανίες και τις προοπτικές ανάπτυξης της ηπείρου μας. Κατά κύριο λόγο, η έκρηξη των τιμών του φυσικού αερίου που είναι εμφανής από το προηγούμενο έτος οδηγεί σε κρίση. Συνεπώς αυτό οδηγεί σε αντιστοίχιση αύξηση στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο πόλεμος που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο ενέτεινε ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέλαβε δράση αφενός προς την ανεύρεση λύσεων για τον άμεσο περιορισμό των επιπτώσεων και αφετέρου για τη λήψη αποφάσεων που θα οδηγήσουν σταδιακά στην ενεργειακή απεξάρτηση από την Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό, στις 18 Μάϊου 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το πακέτο REPowerEU. Κύριοι πυλώνες είναι η διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού, η εξοικονόμηση ενέργειας και η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. Οι ΑΠΕ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας για την επίτευξη της ενεργειακής ανεξαρτησίας της Ευρώπης, καθώς το πλάνο προτείνει τη μαζική κλιμάκωση και επιτάχυνση τους στην παραγωγή ενέργειας, τη βιομηχανία, τις μεταφορές και τα κτίρια.

Ο στόχος των ΑΠΕ έως το 2030.

Ο νέος Ευρωπαϊκός δεσμευτικός στόχος των ΑΠΕ για το 2030 έφτασε στο 45% (από 40% στην προηγούμενη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Ιούλιο του 2021). Παράλληλα ανεβαίνουν σημαντικά οι στόχοι ΑΠΕ στους τομείς των μεταφορών και της βιομηχανίας. Στο πλαίσιο του ίδιου πακέτου, υιοθετήθηκε η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Ηλιακή Ενέργεια, με στόχο την εγκατάσταση 600 GW φωτοβολταϊκών συστημάτων έως το 2030. Επίσης το πακέτο περιλαμβάνει το EU Solar Rooftop Initiative, με στόχο να κάνει σταδιακά υποχρεωτική την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε νέα δημόσια, εμπορικά και οικιακά κτίρια. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει την αναθεώρηση της Οδηγίας για τις ΑΠΕ με την εισαγωγή κανονισμών για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ.

Η Ελλάδα σε πλεονεκτική θέση λόγω του άφθονου φυσικού δυναμικού. 

Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει το 90% του φυσικού αερίου που καταναλώνει, με τη Ρωσία να είναι ο μέγας εισαγωγέας με ποσοστό 40%. Αξιοσημείωτο είναι πως από την έναρξη του πολέμου, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσφέρει στη Ρωσία πάνω από 52 δισεκατομμύρια ευρώ για αγορές ορυκτών καυσίμων, από τα οποία τα 32 αφορούν αγορές φυσικού αερίου. Η επιμονή των τιμών ενέργειας σε υψηλά επίπεδα, χωρίς προοπτική για αποκλιμάκωση στο άμεσο μέλλον, καθώς και ο κίνδυνος διακοπής της προμήθειας, όπως ήδη έχει συμβεί σε άλλες χώρες, κάνουν επείγουσα την ανάγκη για λύσεις. Η διαδικασία της απεξάρτησης θα είναι δύσκολη και περίπλοκη, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη πως το επίπεδο εξάρτησης κάθε κράτους – μέλους είναι σαφώς διαφορετικό.

Η πλεονεκτική θέση της Ελλάδας

Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες που σημειώνουν υψηλά επίπεδα εξάρτησης (το 2020 εισήγαγε περίπου το 40% του φυσικού αερίου που κατανάλωσε από τη Ρωσία). Ωστόσο, η χώρα μας διαθέτει το ισχυρό πλεονέκτημα του άφθονου δυναμικού ΑΠΕ. Ο ήλιος και ο αέρας είναι από τα χαρακτηριστικά που κάνουν την χώρα μας «διάσημη» παγκοσμίως. Επίσης, θα αποτελέσουν τα πλεονεκτήματά μας για την επίτευξη ενός ενεργειακού συστήματος ανεξάρτητου, ευσταθούς και με προσιτές τιμές για τον τελικό καταναλωτή.

Οι πηγές ενέργειας αυτές είναι ελεύθερες, ενώ η τιμή και η διαθεσιμότητά τους είναι ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από γεωπολιτικές αστάθειες και εντάσεις.  Η συγκυρία είναι επομένως κατάλληλη για λήψη βιώσιμων αποφάσεων, που θα εκμεταλλεύονται τα εν γένει πλεονεκτήματά μας και θα οδηγήσουν στην μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, πάντα υπό το πρίσμα του στόχου καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής και διασφάλισης προσιτών τιμών για τον τελικό καταναλωτή.

Οι λύσεις για ταχύτερη και ασφαλέστερη διείσδυση των ΑΠΕ:

I. Η αναβάθμιση και ενίσχυση των δικτύων διανομής και μεταφοράς είναι καθοριστική για αυξημένη διείσδυση ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα

ΙΙ. Η ριζική ανανέωση εξοπλισμού υφιστάμενων ΑΠΕ οδηγεί σε σημαντική αύξηση της παραγόμενης ενέργειας

ΙΙΙ. Η υβριδοποίηση βελτιώνει την χρήση δικτύου και το προφίλ παραγωγής

Η ανάπτυξη έργων που συνδυάζουν ΑΠΕ με σύστημα αποθήκευσης ενέργειας με δυνατότητα απορρόφησης από το δίκτυο αποτελεί επένδυση στρατηγικής προτεραιότητας, ώστε να επιτευχθεί η ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου και ανθεκτικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Επομένως, χρήζει της πλέον ευνοούμενης αδειοδότησης.

Τα πλεονεκτήματα της αποθήκευσης ενέργειας

Η αποθήκευση ενέργειας προσφέρει ευελιξία και εξισορρόπηση στο δίκτυο, αντιμετωπίζοντας τη στοχαστικότατα της ανανεώσιμης ενέργειας και παρέχοντας τη δυνατότητα διείσδυσης μεγάλης κλίμακας ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα χωρίς επιπλέον δέσμευση ηλεκτρικού χώρου. Ουσιαστικά, μιλάμε για προσθήκη στο σύστημα σταθμού αποθήκευσης, ο οποίος διαθέτει το πλεονέκτημα φόρτισης και από μία μονάδα ΑΠΕ, χωρίς να επιβαρύνει τη χωρητικότητα του δικτύου λόγω αυτής. Αποτελεί επομένως μία εξαιρετική λύση για την μετατροπή των μονάδων ΑΠΕ σε ελεγχόμενες και κατανεμημένες μονάδες. Σε αυτές ο Διαχειριστής του δικτύου μπορεί να αποστέλλει εντολές έγχυσης χαμηλότερης ή υψηλότερης ενέργειας, ανάλογα με τις ανάγκες. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό για την ευελιξία του συστήματος, την επίτευξη ευστάθειας και ασφάλειας εφοδιασμού.

Τέλος, ιδιαίτερης σημασίας για την περίοδο που διανύουμε είναι η επίτευξη χαμηλού κόστους για τον τελικό καταναλωτή. Στην περίπτωση των εν λόγω σταθμών, η περίσσεια της παραγωγής της μονάδας ΑΠΕ μπορεί να αποθηκευτεί σε περιόδους χαμηλής ζήτησης. Στη συνέχεια να απελευθερωθεί στο δίκτυο σε κρίσιμες στιγμές, κατά τις οποίες η παρέμβαση θερμικών μονάδων θα ήταν απαραίτητη. Δεδομένου του σημερινού κόστους παραγωγής των θερμικών μονάδων, η δυνατότητα έγχυσης φθηνής πράσινης ενέργειας σε κρίσιμες περιόδους είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς επιδρά στην μείωση κόστους της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς. Μέχρι σήμερα, η παροχή αυτών των υπηρεσιών αποτελεί προνόμιο κυρίως των θερμικών μονάδων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το υψηλό κόστος τους να μην  επηρεάζει μόνο την αγορά επόμενης ημέρας, αλλά και την αγορά εξισορρόπησης.

Πηγή: energypress.gr